-
1 τραῦμα
τραῦμα, ατος, τό, [dialect] Ion. [full] τρῶμα Hdt.1.18, al., Hp.VC2, al.; [dialect] Dor. also [full] τρῶμα, Theoc.21.50:—A wound, hurt,ἀποθνῄσκειν ἐκ τῶν τ. Hdt.2.63
;τελευτᾶν ἐκ τοῦ τ. Id.3.29
;τραυμάτων ἐτύγχανεν A.Ag. 866
; , cf. Plu.Pyrrh.7;ὑφ' ὧν πολλὰ τραύματ' εἰληφώς D.18.262
;πολλὰ τραύματ' ἔχων X. HG4.3.20
;τραύματα ὑπὸ τῶν πολεμίων τοσαῦτα ἔχων Id.Mem.3.4.1
; φέρειν, ποιεῖν, E.Or. 1487 (lyr.), Theoc.19.6;τυπτέσθω ἄνευ τραυμάτων Pl.Lg. 845c
;τὰ ἄνευ τραύματος κατάγματα Sor.1.28
;αἱ χωρὶς τραυμάτων αἱμορραγίαι Gal.15.127
;ἀδύνατον νεκρῶν τραύματα μύειν Arist.Fr. 167
.II of things, hurt, damage, as of ships, Hdt.6.16, Plb. 16.4.12.III in war, heavy blow, defeat, Hdt.1.18, 4.160;τὸ ἐν Μαραθῶνι τ. γενόμενον Id.6.132
;τὸ τ. τὸ Αακωνικόν Id.8.66
.IV ἡ τοῦ τ. γραφή an indictment for wounding (with intent to murder), Aeschin.2.93; , cf. Lys.3.41;δίκαι τραύματος Arist.Ath.57.3
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский